- Ἀαρών
- Ἀαρών, Aaron, Bruder des Moses
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Ααρών — I Βιβλικό πρόσωπο. Πρωτότοκος γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή του Λευί, αδελφός του Μωυσή. Καλύτερος ρήτορας από εκείνον, συνεργάστηκε μαζί του για να πείσει τον φαραώ να επιτρέψει στους Εβραίους να βγουν από την Αίγυπτο, επιτελώντας … Dictionary of Greek
Ααρών ή Αρών, Πέντρο — (Φλωρεντία, τέλη 15ου αι. – 1562). Ιταλός μουσικοδιδάσκαλος. Είναι ένας από τους πρώτους θεωρητικούς της μουσικής που καθόρισε συστηματικά και με σαφήνεια τους κανόνες της σύγχρονης αντίστιξης και από τους πρώτους θεωρητικούς που εγκατέλειψαν τη… … Dictionary of Greek
Ααρών Μπεν Ελιγιά — (Κάιρο 1300 – Κωνσταντινούπολη 1396).Εβραίος φιλόσοφος. Έζησε κυρίως στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Είναι γνωστός και ως Α. o Νεότερος. Η φιλοσοφία του βασίζεται στη λογική και οι ιδέες του για τον κόσμο είναι υλιστικές, χωρίς ωστόσο να αρνείται… … Dictionary of Greek
Ααρών ο Αλεξανδρεύς — (7oς αι. μ.Χ.).Έλληνας ιερωμένος, γιατρός και συγγραφέας. Γνωστός από το έργο του Πανδέκται, ιατρικού περιεχομένου. Στο σύγγραμμα αυτό κατέγραψε τις γνώσεις των προγενέστερων γιατρών και τα αποτελέσματα της προσωπικής του έρευνας. Ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
συνααρών — ὁ, Α [Ααρών] ο μαζί με τον Ααρών ιερέας … Dictionary of Greek
Κομητόπουλος — Επώνυμο που δόθηκε στα παιδιά του ηγεμόνα των Βουλγάρων, Σισμάν A’ (Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ). Το επώνυμο οφείλεται στο γεγονός ότι ο πατέρας τους, πριν ανεβεί στον θρόνο, έφερε τον τίτλο του κόμη. Οι Κ. κατάγονταν από το Τίρνοβο της… … Dictionary of Greek
арон — также аронова борода, арум, нем. имбирь (Павл.). Основано на ботаническом названии лат. arum, греч. ἄρον, которое ассоциировалось ввиду звукового подобия с именем библейского Аарона, греч. Ααρών, чей посох чудесным образом зазеленел. Ср. также… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера